ὑπερκάλως

ὑπερκάλως
ὑπέρκαλος
exceedingly beautiful
adverbial
ὑπέρκαλος
exceedingly beautiful
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υπερκάλως — Α επίρρ. βλ. ὑπέρκαλος …   Dictionary of Greek

  • υπέρευγε — Α επίρρ. (επιτ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) «ὑπερκάλως». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + εὖγε] …   Dictionary of Greek

  • υπέρκαλος — ον, ΜΑ, θηλ. και ὑπερκάλη Α πολύ ωραίος, ωραιότατος, πανέμορφος, πανώριος. επίρρ... ὑπερκάλως Α (κατά τον Ησύχ.) με υπέρκαλο τρόπο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”